- αδογμάτιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε διατυπώθηκε ως δόγμα, ως αξίωμα: Παρουσίασε τις απόψεις του απλά και αδογμάτιστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδογμάτιστος — η, ο [δογματίζω] 1. αυτός που δεν διατυπώθηκε ως δόγμα, ως αξίωμα 2. που δεν υποτάσσεται σε δογματικές, ιδεολογικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές αρχές … Dictionary of Greek